- ἐπίχαρμα
- ἐπίχαρμα, ατος, τό,A object of malignant joy, E.HF459, Theoc.2.20, Posidipp.42 : condemned by Poll.3.101.II malignant joy, E. Ph.1555 (pl., anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίχαρμα — ἐπίχαρμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία αρχ. η χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ μα < θ. χαρ (πρβλ. έ χάρ ην)] … Dictionary of Greek
ἐπίχαρμα — object of malignant joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίχαρμα — ἐπίχαρμα , ἐπίχαρμα object of malignant joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαρμάτων — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρμασιν — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρματα — ἐπίχαρμα object of malignant joy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՅՊՆ — ( ) NBH 1 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c գ. Որպէս տճկ. ա՛յպ, այը՛պ Ամօթ. ամօթալի պակասութիւն. առիթ այպանութեան. խայտառակ ինչ. խաղքութիւն. ... αἱσχρόν, αἷσχος probrum, probrosum, turpitudo, dedecus, pudor… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՏՆՀԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0526 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. ἑπίχαρμα, ἑπίχαρσις insultatio, ludibrium. որ եւ ՈՏՆԱՀԱՐՈՒԹԻՒՆ. Ոտնհարելն. ոտնհար լինելն. չարախնդացութիւն. այպանք. ծաղր. *Յանցեաւ ժողովուրդն, քանզի յանցոյց զնոսա ահարոն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)